σκήνημα

σκήνημα
(I)
-ήματος, τὸ, και δωρ. τ. σκάναμα, -άματος, Α
1. σκηνή
2. κατασκήνωση
3. στρατόπεδο
4. φωλιά («οὐ γὰρ ἐντελείς θήραν πατρῴαν προσφέρειν σκηνήμασιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνῶ (II). Ο δωρ. τ. σκάναμα < αμάρτυρο δωρ. *σκανῶ, -άω].
————————
(II)
-ήματος, τὸ, Α [σκῆνος]
το σώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκηνημάτων — σκήνημα camp neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνήμασιν — σκήνημα camp neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνήματα — σκήνημα camp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”